- ἐπιφιλοπονεῖσθαι
- ἐπιφιλοπονέομαιlabour willingly and earnestly atpres inf mp (attic epic)ἐπιφιλοπονέομαιlabour willingly and earnestly atpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφιλοπονούμαι — ἐπιφιλοπονοῦμαι, έομαι (Α) (αποθ.) καταγίνομαι με ζήλο με κάτι («θήραις τε ἐπιφιλοπονεῑσθαι συνεπαίρει τι ἡ γῆ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοπονούμαι (< φιλό πονος)] … Dictionary of Greek